- κλινοστάτης
- οβοτ. όργανο που αποτελείται από κατακόρυφο περιστρεφόμενο δίσκο, με τον οποίο επιτυγχάνεται η εξουδετέρωση τής καμπτικής δράσης τής βαρύτητας πάνω στο φυτό που βρίσκεται υπό πειραματισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinostat < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο]- < κλίνω) + -stat (< μτγν. λατ. -stata < -στάτης < ἵστημι)].
Dictionary of Greek. 2013.